Πριν λίγες μέρες πέρασα πάλι από την οδό Φειδίου, στο κέντρο της Αθήνας. Το κτίριο του πρώτου ελληνικού ωδείου παραμένει σε κατάσταση κατάρρευσης. Το εν λόγω κτίσμα ολοκληρώθηκε κοντά στο 1836 υπό τον Γερμανό αρχιτέκτονα Gustav Adolf Lueders σε σχέδια του Bιενέζου Carl Roesner σε λιτό, νεοκλασικό ρυθμό και λειτούργησε αρχικά ως κατοικία του Αυστριακού πρέσβη. Από το 1919 έγινε έδρα του ελληνικού ωδείου, από όπου και πέρασαν σημαντικές μορφές του ελληνικού πενταγράμμου. Πρόκειται για ένα από τα τρία παλαιότερα σπίτια της κεντρικής Αθήνας εκτός Πλάκας, (μαζί με το Μουσείο της Πόλεως των Αθηνών στην πλατεία Κλαυθμώνος και το διώροφο στη γωνία Πανεπιστημίου και Κοραή) ως ιδιωτικά κτίσματα των αρχών της Οθωνικής περιόδου.
Η μεταβίβαση το 2006 από ιδιωτικό φορέα στο υπουργείο πολιτισμού (υπό την κυριότητα του οποίου συνεχίζεται ως σήμερα η αδιαφορία και η εγκατάλειψη) με την προοπτική να επισκευαστεί επιτέλους και να γίνει “κάτι” (αδιευκρίνιστο τι), υπενθυμίζει πως, ανεξαρτήτως ιδιωτικού ή δημοσίου φορέα, τα αποτελέσματα είναι πενιχρά και οι προσδοκίες περιορισμένες όσον αφορά τη αποκατάσταση ιστορικών μνημείων της πόλης. Είναι προφανές πως το νομικό πλαίσιο που υπάρχει για να προστατέψει, τελικά δεν εκπληρώνει με επιτυχία το στόχο του. Τα έξοδα για τις αποκαταστάσεις κτιρίων είναι πολλά και το ακίνητο συχνά καθόλου οικονομικά ανταποδοτικό.
Το ίδιο μαρτυρούν και η πλειοψηφία των νεοκλασικίζοντων κοντά στο κέντρο της Αθήνας, σε περιοχές όπως Εξάρχεια, Κυψέλη, Πατήσια ή ακόμα και στην περιοχή του Κεραμεικού, όπου τα τελευταία χρόνια σύγχρονα loft κατασκευάζονται με πυρετώδεις ρυθμούς δίπλα σε ρημαγμένα και άδεια κτίρια της περιόδου. Εντύπωση προκαλεί μάλιστα το γεγονός πως τα λίγα αποκατεστημένα και συντηρημένα κτίρια έχουν συχνά κλεισμένα τα πατζούρια και φαίνονται ακόμα και έτσι να μη χρησιμοποιούνται. Σε κάποιες περιπτώσεις που η κατάσταση δεν ήταν πολύ άσχημη γίνονται οι βασικές επισκευές ίσα-ίσα για να μπορέσουν να νοικιαστούν σε μετανάστες (τουλάχιστον, με αυτόν τον τρόπο κάτι επαναχρησιμοποιείται και φαίνεται χρήσιμο).
Ως Νεοκλασικισμός μπορεί να θεωρηθεί ως το αρχιτεκτονικό ρεύμα που εμφανίστηκε στην Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα (και με συγκεκριμένη χρονική διάρκεια μερικών δεκαετιών) και θέλησε να εκφράσει την, πρωτοεμφανιζόμενη τότε ως άρχουσα, αστική τάξη, αξιοποιώντας τις τεχνολογικές δυνατότητες της εποχής του. Χαρακτηρίζεται από την τάση του για μια σαφέστερη επιλογή πιο απλών γεωμετρικών φορμών και την περιστολή στο διάκοσμο καθώς άντλησε τα πρότυπά του απ’ ευθείας από την αρχαία Ελλάδα (και όχι δια μέσου της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας). Έτσι δίνεται η δυνατότητα για μεγαλόπρεπα αλλά παράλληλα και περισσότερο εφικτά από οικονομική άποψη (παράγοντας που θα ξαναδούμε και στη συνέχεια). Η κρατική εξουσία προτίμησε λοιπόν να εκφραστεί με αυτόν τον τρόπο ως ικανό για μεγάλου μεγέθους έργα που θα αναδείκνυαν το ρόλο της και παράλληλα θα έδειχναν και μέριμνα προς τον λαό.
Υπό αυτές τις συνθήκες θεωρήθηκε η ιδανική τεχνοτροπία για να εκφράσει και το όραμα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, και εφαρμόστηκε σε μεγάλο βαθμό σε δημόσια κτήρια της εποχής. Καθώς όμως θεωρήθηκε και ως έκφραση του αρχαίου ελληνικού μεγαλείου (όπως συνηθίζουμε να επαναλαμβάνουμε) έγινε αποδεκτή και στην ευρύτερη μάζα του πληθυσμού και στοιχεία του χρησιμοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό -ίσως συχνά και με μια εκλεκτιστική διάθεση - ως λαϊκή έκφραση. Επάνω σε αυτή την έκφραση, την οποία μπορούμε να επονομάσουμε ως Λαϊκό Νεοκλασικισμό, ένα σημαντικό τμήμα της Αθήνας (και άλλων ελληνικών πόλεων) απέκτησε έναν ιδιαίτερο χαρακτήρα, για να αλωθεί στη συνέχεια στο όνομα της οικονομικής ανάπτυξης (βασιζόμενη σε μεγάλο βαθμό στην οικοδομική δραστηριότητα, δηλ. στην αντιπαροχή) και στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης.
Η συγκεκριμένη “ιδιαίτερη σχέση” με το νεοκλασικισμό θα μπορούσε να πει κανείς ότι θεωρητικά φτάνει ως τις μέρες μας. Ίσως η -ακόμα και μετά από δυο αιώνες- αγωνία για αυτό-προσδιορισμό και παγίωση εθνικής ταυτότητας έχει και αυτή το ρόλο της.
Από την άλλη μπορεί απλά ο ελληνικός ήλιος να “γράφει” ωραία στα ρυθμικά ανοίγματα των χοντρών, πέτρινων τοίχων που γίνονταν σύμφωνα με τις τότε κατασκευαστικές μεθόδους (κάτι που βέβαια δε παρατηρείται εξίσου σε έναν τριαντάρη τοίχο οπτοπλινθοδομής, ακόμα και με την προσθήκη κορνίζας-πλαισίου, και ειδικά άμα έρχεται σχεδόν φάτσα και ένα ρολό με τους οδηγούς του).
Ακόμα πιο σημαντικό είναι ίσως το γεγονός πως οι τρόποι δόμησης της εποχής δεν επέτρεπαν εύκολα το μέγεθος των κτιρίων να ξεφύγει πέρα από κάποια όρια, όπως συνέβη αργότερα με τη χρήση του οπλισμένου σκυροδέματος.
Ο τρόπος (κλίμακα, ποιότητα κ.ά.) που χρησιμοποιήθηκαν οι αρχές του μοντέρνου κινήματος, αν και φάνηκε πρακτικός και βόλεψε, δεν το έκανε ευρέως αγαπητό. Όπως αναφέρει ο Δημήτρης Φιλιππίδης, καθηγητής και κριτικός αρχιτεκτονικής, “η ελληνική κοινή γνώμη, ειδικά εκπαιδευμένη να αναγνωρίζει πολιτισμικές αξίες μόνο σε νεοκλασικά κτίρια, σε κάθε ευκαιρία εκφράζει τη φανερή της απέχθεια για τη σύγχρονη αρχιτεκτονική”. Και σαν μία αιτία αναφέρεται επίσης και η απουσία χρονικής απόστασης που εντάσσει κάτι στην ιστορία και το εξυγιαίνει.
Σε μια προσπάθεια λοιπόν να αποκαταστήσει τη σχέση του με την αστική του παράδοση, ο νεοέλληνας χύνει κροκοδείλια δάκρυα επικαλούμενος την αισθητική αξία και την ανωτερότητα κτισμάτων όπως αυτά που αφήνει να γκρεμίζονται έως σήμερα. Σαν αντιστάθμισμα, βέβαια, κατασκευάζονται διάσπαρτα κτίρια (από [πολύ]κατοικίες έως κτίρια γραφείων) με κολλημένα επάνω τους διάφορα μπιχλιμπίδια νεοκλασικού στυλ*.
από http://archikitsch.wordpress.com/
Δυστυχώς, με τη σημερινή νοοτροπία και συμπεριφορά δεν μπορούμε να ελπίζουμε στη διάσωση των -λίγων πια- μνημείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς πριν να έχουν απομείνει παρά ελάχιστα δείγματα να υπενθυμίζουν τι αφήσαμε να καταστραφεί (ή καταστρέψαμε!) από αδιαφορία ή (οικονομικό και πάλι) συμφέρον (για να αντικατασταθεί συχνά από “γραφικές” έως κιτς καρικατούρες). Και μεγαλύτερο ίσως δυστύχημα είναι πως σε αυτές τις συνθήκες, κάθε θρήνος αναφορικά με το θέμα ακούγεται τραγικά ειρωνικός για να υπάρχουν ελπίδες να ληφθεί υπ’ όψιν με την αναγκαία σοβαρότητα.
Όσο για το κτίσμα επί της Φειδίου 3, ενδεχομένως μετά από χρόνια να συναντήσουμε κάποιο πιο αποδοτικό οικονομικά κτίριο, σύγχρονης αρχιτεκτονικής ή, στο όνομα της διατήρησης της πολιτιστικής κληρονομιάς, ένα αντίγραφο που να προσπαθεί να μοιάσει σε κάτι που για χρόνια ήταν περιθωριοποιημένο και πλέον δε θα υφίσταται.
*ενδεχομένως υπάρχουν και φιλότιμες προσπάθειες για έναν γνήσιο ιστορισμό από κάποιους αρχιτέκτονες, κάτι που δεν υπάρχει η πρόθεση να εξεταστεί στο παρόν κείμενο το οποίο αναφέρεται στην πλειοψηφία και όχι σε εξαιρέσεις.
Δεν αναφέρομαι βέβαια ούτε σε επεξεργασίες με μια μεταμοντέρνα διάθεση, κάτι που είναι ένα τελείως ανεξάρτητο θέμα.
"ενδεχομένως υπάρχουν και φιλότιμες προσπάθειες για έναν γνήσιο ιστορισμό από κάποιους αρχιτέκτονες, κάτι που δεν υπάρχει η πρόθεση να εξεταστεί στο παρόν κείμενο το οποίο αναφέρεται στην πλειοψηφία και όχι σε εξαιρέσεις."
ΑπάντησηΔιαγραφήΠΟΛΥ σωστή και έντιμη παρατήρηση. Έτσι ακριβώς είναι, και είναι σημαντικό να διαχωρίζεται ο γνήσιος ιστορισμός από το καρακιτσαριό - κάτι που πολλοι μοντέρνοι αρχιτέκτονες στα σχόλιά τους δεν το κάνουν, είτε από αμέλεια είτε (όπως πιστεύω) επειδή τους βολεύει...